- τρέχω
- ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.)2. (για άψυχα) κινούμαι ταχέως (α. «η φήμη τρέχει» β. «ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω», Σοφ.)3. (για τα μέσα συγκοινωνίας) διανύω μία απόσταση ωθούμενος ή κινούμενος από φυσική ή μηχανική δύναμη (α. «το αυτοκίνητο αυτό μπορεί να τρέξει με 200 χιλιόμετρα την ώρα» β. «ναῡς παρὰ γῆν ἔδραμεν», Θεόγν.)4. (για αθλητή) παίρνω μέρος σε αγώνα δρόμου5. (για ίππο και αναβάτη) παίρνω μέρος σε ιπποδρομία6. (για υγρό) ρέω, χύνομαι (α. «το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι» β. «ἐπὶ... καρδίαν...δράμε σταγών», Αισχύλ.)7. πηγαίνω κάπου πρόθυμανεοελλ.1. κάνω κάποιον να προχωρεί γρήγορα («μην τό τρέχεις το παιδί», Ερωτόκρ.)2. (για δοχείο, βρύση, στέγη) αφήνω να διαρρεύσει υγρό (α. «η βρύση τρέχει» β. «η στάμνα τρέχει»)3. τριγυρίζω στους δρόμους γεμάτος έγνοιες («όλη μέρα τρέχει για να βρει δουλειά»)4. περιπλανιέμαι, ιδίως άσκοπα («πού τρέχεις τα βράδια;»)5. λέγω ή ενεργώ με ρυθμό ταχύτερο από τον κανονικό («πάλι τρέχει το ρολόι»)6. (ως τριτοπρόσ.) τρέχεισυμβαίνει («τί τρέχει;»)7. φρ. α) «τρέχει και δεν φτάνει» — δεν μπορεί να επανορθώσει τη ζημιά ή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες παρά τις προσπάθειές τουβ) «τρέχει κι ακόμα τρέχει» — λέγεται για πανικόβλητογ) «τρέχει όπου τρέχουν τα νερά» — ακολουθεί αυτούς που βρίσκονται σε καλή κατάστασηδ) «τρέχα γύρευε»i) είναι δύσκολο να τό βρεις ή είναι δύσκολο να μάθεις τί συμβαίνειii) δεν αξίζει να ενδιαφέρεται κανείςε) «τρέχει ο νους μου» ή «τρέχει ο λογισμός μου» — σκέπτομαι διάφορα πράγματαστ) «μού τρέχει» — μού πάνε ευνοϊκά τα πράγματαζ) «μέ τρέχει» — μέ καταδιώκει, μέ καταπιέζει με συνεχή παρακολούθησηη) «το τρέχον έτος» — το έτος που διανύουμεθ) «η τρέχουσα τιμή» ή «η τρέχουσα αξία» — η τιμή ή η αξία που ισχύει σήμεραι) «ο μήνας που τρέχει» — ο τωρινός μήνας, ο μήνας που διανύουμεια) «τρέχων λογαριασμός» — ο τρεχούμενος λογαριασμόςιβ) «τρέχει ο τόκος», «τρέχει ο μισθός», «τρέχει η σύνταξη» — ο τόκος, ο μισθός ή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται ή να αυξάνεταιιγ) «κάτι τρέχει στα γύφτικα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντο γεγονόςιδ) «τρέχει η μύτη μου» — έχω καταρροήιε) «τρέχουν τα σάλια μου» — επιθυμώ πολύ κάτιιστ) «τρέχον κύμα»φυσ. (στην κυματική) το σύνηθες κύμα που διαδίδεται χωρίς περιορισμό σε ένα ομοιογενές μέσον, σε αντιδιαστολή προς το στάσιμο κύμα8. παροιμ. α) «δεν σέ τρέχει, καβαλάρη, μη σκοτώνεις τ' άλογό σου» — οι κόποι αποβαίνουν μάταιοι όταν δεν υπάρχει η εύνοια τής τύχηςβ) «σαν δεν σού τρέχει, μην τρέχειςκι αν σού τρέχει, μην τρέχεις» — αν η τύχη δεν σέ ευνοεί μην κοπιάζεις, κι αν σέ ευνοεί είναι πάλι περιττό να κοπιάζειςγ) «εκεί που τρέχει το νερό πάλι να τρέξει θέλει» — αυτοί που έχασαν τα αγαθά τους θα τά αποκτήσουν ξανάμσν.διαπράττω («μηδ' ἑτέρας δραμεῑν ἀταξίας ἢ ἀσελγίας», πάπ.)αρχ.1. (συν. με τις αιτ. βῆμα, δίαυλον, δρόμον, ἀγῶνα) διατρέχω, διανύω2. (συν. το αρσ. μτχ. ενεστ. με επιρρμ. σημ.) τρέχωνταχέως3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τρέχοντεςονομασία αστερισμού4. φρ. α) «τρέχω κίνδυνον» — διατρέχω κίνδυνοβ) «παρὰ ἓv πάλαισμα ἔδραμε νικᾱν ὀλυμπιάδα» — παρά ένα αγώνισμα θα νικούσε στην ολυμπιάδα, κόντεψε να νικήσει στην ολυμπιάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρέχω (< *θρέχω, με ανομοίωση τών δασέων) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dhregh- «γλιστρώ, κινούμαι, τρέχω». Το παραγωγό τού ρ. τροχός*, που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέματος, αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ιρλδ. droch «τροχός», ενώ ο αρμεν. τ. durgn εμφανίζει πιθ. μακρό φωνηεντισμό (πρβλ. τρωχάω). Στη συνεσταλμένη βαθμίδα του θέματος τραχ- ανάγονται ο δωρ. τ. τράχω και το ουσ. τράχηλος*].
Dictionary of Greek. 2013.